Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Μαρία Πολυδούρη - Σαν πεθάνω

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη,
ὅταν ἀντικρὺ θἀνοίγῃ μέσ᾿ στὴ γάστρα μου δειλὰ
ἕνα ρόδο - μία ζωούλα. Καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ χείλη
καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα θλιβερὴ σὰν τὴν ζωή μου,
ποὺ ἡ δροσιά της, κόμποι δάκρι θὰ κυλάῃ πονετικὸ
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ μὲ ρόδα θὰ στολίζῃ τὴ γιορτή μου,
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ θὰ μοῦ εἶνε κρεβατάκι νεκρικό.

Ὅσα ἀγάπησα στὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου θὰ σκορπίσουν
καὶ θἀφανιστοῦν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριοῦ.
Ὅσα μ᾿ ἀγαπῆσαν μόνο θἄρθουν νὰ μὲ χαιρετίσουν
καὶ χλωμὰ θὰ μὲ φιλοῦνε σὰν ἀχτίδες φεγγαριοῦ.

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ στερνὴ πνοή μου θἄρθη νὰ στὸ πῆ καὶ τότε πιά,
ὅση σοῦ ἀπομένει ἀγάπη, θἆναι σὰ θαμπὸ καντύλι
- φτωχὴ θύμηση στοῦ τάφου μου τὴν ἀπολησμονιά.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Κώστας Καρυωτάκης - Ὁ Μιχαλιός

Τὸ Μιχαλιὸ τὸν πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτὰ ξεκίνησε κι ὡραῖα
μὲ τὸ Μαρῆ καὶ μὲ τὸν Παναγιώτη.
Δὲν μπόρεσε νὰ μάθει κἂν τὸ «ἐπ᾿ ὤμου».
Ὅλο ἐμουρμούριζε: «Κὺρ Δεκανέα,
ἄσε με νὰ γυρίσω στὸ χωριό μου
».

Τὸν ἄλλο χρόνο, στὸ νοσοκομεῖο,
ἀμίλητος τὸν οὐρανὸ κοιτοῦσε.
Ἐκάρφωνε πέρα, σ᾿ ἕνα σημεῖο,
τὸ βλέμμα του νοσταλγικὸ καὶ πρᾶο,
σὰ νά ῾λέγε, σὰ νὰ παρακαλοῦσε:
«Ἀφῆστε με στὸ σπίτι μου νὰ πάω».

Κι ὁ Μιχαλιὸς ἐπέθανε στρατιώτης.
Τὸν ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ὁ Μαρὴς κι ὁ Παναγιώτης.
Ἀπάνω του σκεπάστηκεν ὁ λάκκος,
μὰ τοῦ ἄφησαν ἀπέξω τὸ ποδάρι:
Ἦταν λίγο μακρὺς ὁ φουκαράκος.