Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Ναπολέων Λαπαθιώτης - Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με, Θέ μου, στὸ δρόμο ποὺ πῆρα,
χωρίς, ὡς τὸ τέλος, νὰ ξέρω τὸ πῶς,
- χωρὶς νά ῾χω μάθει, μὲ μιὰ τέτοια μοῖρα,
ποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει, καὶ ποιὸς ὁ σκοπός!

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμένα,
προτοῦ ἡ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖ,
ζητώντας τοὺς ἄλλους, ζητώντας καὶ μένα,
ζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ!

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκου,
γιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτό,
καὶ γίνουνται χῶμα, στὰ βάθη ἑνὸς λάκκου,
χωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό!

Λυπήσου κι ἐκεῖνα, λυπήσου κι ἐμένα,
- καὶ μένα, ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργική,
ζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξένα,
ποὺ δὲν ἔχουν, Θέ μου, καμιὰ λογική...

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνει,
λιγάκι νὰ φέξει, μὲς στὰ σκοτεινά,
κι ἀμέσως ἡ μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνει,
κι ἀμέσως ἡ νύχτα γυρίζει ξανά...

Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου,
λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ,
- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου,
νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό...

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Τάσος Λειβαδίτης - Aν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ΄τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς την λάμπα σου και το ψωμί σου
θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις και ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ, να κοιτάς εν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ΄ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να λεει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη, τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα νάγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκερο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Νίκος Καββαδίας - A bord de l᾿ «Aspasia»

Ταξίδευες κυνηγημένη ἀπὸ τὴ μοίρα σου
γιὰ τὴ κατάλευκη μὰ πένθιμη Ἑλβετία,
πάντα στὸ deck, σὲ μία σαὶζ-λὸγκ πεσμένη, κάτωχρη
ἀπ᾿ τὴ γνωστὴ καὶ θλιβερότατη αἰτία.

Πάντοτε ἀνήσυχα οἱ δικοί σου σὲ τριγύριζαν,
μὰ ἐσὺ κοιτάζοντας τὰ μάκρη ἀδιαφοροῦσες.
Σ᾿ ὅτι σοῦ ῾λεγαν πικρογέλαγες, γιατ᾿ ἔνιωθες
πὼς γιὰ τὴ χώρα τοῦ θανάτου ὁδοιποροῦσες.

Κάποια βραδιά, ποὺ ἀπὸ τὸ Στρόμπολι περνούσαμε
εἶπες σὲ κάποιον γελαστή, σὲ τόνο ἀστείου:
«Πῶς μοιάζει τ᾿ ἄρρωστο κορμί μου, καθὼς καίγεται,
μὲ τὴν κορφὴ τὴ φλεγόμενη τοῦ ἡφαιστείου!
»

Ὕστερα σ᾿ εἶδα στὴν Μαρσίλια σὰν ἐχάθηκες
μέσα στὸ θόρυβο χωρὶς νὰ στρέψεις πίσω.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνο τὴν ὑγρὴ ἔκταση ἀγάπησα,
λέω πὼς ἐσένα θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀγαπήσω.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης - Θυμήσου, Σώμα...

Σῶμα, θυμήσου ὄχι μόνο τὸ πόσο ἀγαπήθηκες,
ὄχι μονάχα τὰ κρεββάτια ὅπου πλάγιασες,
ἀλλὰ κ᾿ ἐκεῖνες τὲς ἐπιθυμίες ποὺ γιὰ σένα
γυάλιζαν μὲς στὰ μάτια φανερά,
κ᾿ ἐτρέμανε μὲς στὴν φωνὴ – καὶ κάποιο
τυχαῖον ἐμπόδιο τὲς ματαίωσε.
Τώρα ποὺ εἶναι ὅλα πιὰ μέσα στὸ παρελθόν,
μοιάζει σχεδὸν καὶ στὲς ἐπιθυμίες
ἐκεῖνες σὰν νὰ δόθηκες – πῶς γυάλιζαν,
θυμήσου, μὲς στὰ μάτια ποὺ σὲ κύτταζαν·
πῶς ἔτρεμαν μὲς στὴν φωνή, γιὰ σέ, θυμήσου, σῶμα.

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Κώστας Βάρναλης - Πρωτοχρονιάτικο

Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.

Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.

Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Νίκος Καββαδίας - Γράμμα ἑνὸς ἀρρώστου

Φίλε μου Ἀλέξη, τό ῾λαβα τὸ γράμμα σου
καὶ μὲ ρωτᾶς τί γίνομαι, τί κάνω;
Μάθε, ὁ γιατρὸς πὼς εἶπε στὴ μητέρα μου
ὅτι σὲ λίγες μέρες θὰ πεθάνω...

Εἶναι καιρὸς ὅπου ἔπληξα, διαβάζοντας
ὅλο τὰ ἴδια ποὺ ἔχω ἐδῶ βιβλία,
κι ὅλο ἐποθοῦσα κάτι νέο νὰ μάθαινα
ποὺ νὰ μοῦ φέρει λίγη ποικιλία.

Κι ἦρθεν ἐχθὲς τὸ νέο ἔτσι ἀπροσδόκητα
-σιγὰ ὁ γιατρὸς στὸ διάδρομο ἐμιλοῦσε-
καὶ τ᾿ ἄκουσα. Στὴν κάμαρα ἐσκοτείνιαζε
κι ὁ θόρυβος τοῦ δρόμου ἐσταματοῦσε.

Ἔκλαψα βέβαια, κάτω ἀπ᾿ τὴν κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Γιὰ σκέψου, τόσο νέος!
Μὰ στὸν ἑαυτό μου ἀμέσως ὑποσχέθηκα
πὼς θὰ φανῶ, σὰν πάντοτε, γενναῖος.

Θυμᾶσαι, ποὺ ταξίδια ὀνειρευόμουνα
κι εἶχα ἕνα διαβήτη κι ἕνα χάρτη
καὶ πάντα γιὰ νὰ φύγω ἑτοιμαζόμουνα
κι ὅλο ἡ μητέρα μοῦ ῾λεγε: Τὸ Μάρτη...

Τώρα στὸ τζάμι ἕνα καράβι ἐσκάρωσα
κι ἕνα τοῦ Μὰγκρ στιχάκι ἔχω σκαλίσει:
«Τί θλίψη στὰ ταξίδια κρύβεται ἄπειρη!»
Κι ἐγὼ γιὰ ἕνα ταξίδι ἔχω κινήσει.

Νὰ πεῖς στοὺς φίλους χαιρετίσματα,
κι ἂν τύχει κι ἀνταμώσεις τὴν Ἑλένη,
πὼς μ᾿ ἕνα φορτηγὸ -πές της- μπαρκάρισα
καὶ τώρα πιὰ νὰ μὴ μὲ περιμένει...

Ἀλήθεια! Ὁ Χάρος ἤθελα νὰ ῾ρχότανε
σὰν ἕνας καπετάνιος νὰ μὲ πάρει
χτυπώντας τὶς βαριὲς πέτσινες μπότες του
κι ἕνα μακρὺ τσιμπούκι νὰ φουμάρει.

Ἀλέξη, νιώθω τώρα πὼς σ᾿ ἐκούρασα.
Μπορεῖ κιόλας νὰ σ᾿ ἔκαμα νὰ κλάψεις.
Δὲ θά ῾βρεις, βέβαια, λόγια γιὰ μι᾿ ἀπάντηση.
Μὰ δὲ θὰ λάβεις κόπο νὰ μοῦ γράψεις...

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης - Κεριά

Τοῦ μέλλοντος ἡ μέρες στέκοντ᾿ ἐμπροστά μας
σὰ μιὰ σειρὰ κεράκια ἀναμένα –
χρυσά, ζεστά, καὶ ζωηρὰ κεράκια.

Ἡ περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μία θλιβερὴ γραμμὴ κεριῶν σβυσμένων·
τὰ πιὸ κοντὰ βγάζουν καπνὸν ἀκόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, καὶ κυρτά.

Δὲν θέλω νὰ τὰ βλέπω· μὲ λυπεῖ ἡ μορφή των,
καὶ μὲ λυπεῖ τὸ πρῶτο φῶς των νὰ θυμοῦμαι.
Ἐμπρὸς κυττάζω τ᾿ ἀναμένα μου κεριά.

Δὲν θέλω νὰ γυρίσω νὰ μὴ διῶ καὶ φρίξω
τί γρήγορα ποὺ ἡ σκοτεινὴ γραμμὴ μακραίνει,
τί γρήγορα ποὺ τὰ σβυστὰ κεριὰ πληθαίνουν.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Κώστας Καρυωτάκης - Κι ἂν ἔσβησε σὰν ἴσκιος...

Κι ἂν ἔσβησε σὰν ἴσκιος τ᾿ ὄνειρό μου,
κι ἂν ἔχασα γιὰ πάντα τὴ χαρά,
κι ἂν σέρνομαι στ᾿ ἀκάθαρτα τοῦ δρόμου,
πουλάκι μὲ σπασμένα τὰ φτερά·

κι ἂν ἔχει, πρὶν ἀνοίξει, τὸ λουλούδι
στὸν κῆπο τῆς καρδιᾶς μου μαραθεῖ,
τὸ λεύτερο ποὺ ἐσκέφτηκα τραγούδι
κι ἂν ξέρω πὼς ποτὲ δὲ θὰ εἰπωθεῖ·

κι ἂν ἔθαψα τὴν ἴδια τὴ ζωή μου
βαθιὰ μέσα στὸν πόνο ποὺ πονῶ --
καθάρια πὼς ταράζεται ἡ ψυχή μου
σὰ βλέπω τὸ μεγάλο οὐρανό,

ἡ θάλασσα σὰν ἔρχεται μεγάλη,
καὶ ὀγραίνοντας τὴν ἄμμο τὸ πρωί,
μοῦ λέει γιὰ κάποιο γνώριμο ἀκρογιάλι,
μοῦ λέει γιὰ κάποια πού ῾ζησα ζωή!

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Κώστας Οὐράνης - Περαστικές

Γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἕνα τραῖνο
τὴ στιγμὴ ποὺ κινοῦσε γι᾿ ἄλλα μέρη·
γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἄλλου χέρι
μὲ γέλιο νὰ περνᾶτε εὐτυχισμένο·
γυναῖκες, σὲ μπαλκόνια νὰ κοιτᾶτε
στὸ κενὸ μ᾿ ἕνα βλέμμα ξεχασμένο,
ἢ ἀπὸ ἕνα πλοῖο σαλπαρισμένο
μ᾿ ἕνα μαντήλι ἀργὰ νὰ χαιρετᾶτε:
νὰ ξέρατε μὲ πόση νοσταλγία,
στὰ δειλινὰ τὰ βροχερὰ καὶ κρύα,
σᾶς ξαναφέρνω στὴν ἀναμνησή μου,
γυναῖκες, ποὺ περάσατε μίαν ὥρα
ἀπ᾿ τη ζωή μου μέσα -καὶ ποὺ τώρα
κρατᾶτε μου στὰ ξένα τὴν ψυχή μου!

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Μανόλης Ἀναγνωστάκης - Κι ἤθελε ἀκόμη...

Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.
Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο
Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω
Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω
Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.
Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Μανόλης Ἀναγνωστάκης - Τὸ σκάκι

Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη

Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα

Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει

δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις

Ἔλα νὰ παίξουμε...

Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω

Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη

γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...

Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Κώστας Καρυωτάκης - Ἀνδρείκελα

Σὰ νὰ μὴν ἤρθαμε ποτὲ σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γῆ,
σὰ νὰ μένουμε ἀκόμη στὴν ἀνυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μία μαρμαρυγή.
Ἄνθρωποι στῶν ἄλλων μόνο τὴ φαντασία.

Ἀπὸ χαρτὶ πλασμένα κι ἀπὸ δισταγμό,
ἀνδρείκελα, στῆς Μοίρας τὰ τυφλὰ δυὸ χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τὸν ἐμπαιγμό,
ἄτονα κοιτώντας, παθητικά, τ᾿ ἀστέρια.

Μακρινὴ χώρα εἶναι γιὰ μᾶς κάθε χαρά,
ἡ ἐλπίδα κι ἡ νεότης ἔννοια ἀφηρημένη.
Ἄλλος δὲν ξέρει ὅτι βρισκόμαστε, παρὰ
ὅποιος πατάει ἐπάνω μας καθὼς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ὁ καιρός.
Ὤ! κι ἂν δὲν ἦταν ἡ βαθιὰ λύπη στὸ σῶμα,
ὤ! κι ἂν δὲν ἦταν στὴν ψυχὴ ὁ πραγματικὸς
πόνος μας, γιὰ νὰ λέει ὅτι ὑπάρχουμε ἀκόμα...

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Ἰωάννης Πολέμης - Ἐξομολόγηση

Παπᾶ, μιὰ κόρη ἀγάπησα
καὶ μ᾿ ἀγαποῦσε σὰν τρελή·
μιὰ μέρα τὴν ἀγκάλιασα,
πῆρα τὸ πρῶτο της φιλί.
Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

-Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νἆσαι.

-Μιὰ μέρα ἐκείνη ἐρίχτηκε
στὴν ἀγκαλιά μου ντροπαλή,
κι ἁμάρτησα κι ἁμάρτησε
ὄχι μονάχα μὲ φιλί.
Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

-Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νἆσαι.

-Μιὰ μέρα τὴν παράτησα
τὴν ὄμορφην ἁμαρτωλὴ
καὶ δὲν τῆς ξαναζήτησα
μήτ᾿ ἀγκαλιὰ μήτε φιλί.
Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

-Δὲν τὴν ἀγάπησες πολύ,
καταραμένος νἆσαι.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Νάνος Βαλαωρίτης - Κάποιος

Κάποιος κοιτάει μέσα μου και βλέπει ότι με βλέπει
κάποιος ακούει μέσα μου κι ακούει ότι μ' ακούει
με συναντάει το απόγευμα σε μια γωνιά του δρόμου
μαντεύοντας ποιος θα 'ναι κει κι όσα θα μου συμβούνε

κάποιος που είναι μέσα μου μου χτίζει ένα σπιτάκι
και το γκρεμίζει γρήγορα πριν να το κατοικήσω
κάποιος που είναι πάντοτε μπροστά και δε μ' αφήνει
κλείνοντας και φράζοντας το δρόμο να περάσω

κάποιος κινείται μέσα μου και ξεκινάει σαν τρένο
γεμάτος ανυπόμονους κι ωραίους ταξιδιώτες
κάποιος μου λέει πως είν' αργά και δε θα αρθούν εγκαίρως
να μας γλιτώσουν οι καλοί απ' τις κακές διαθέσεις

κάποιος μου λέει για στάσου ένα λεπτό περίμενε
στάσου να δω ποιος είσαι συ ποιος είν' αυτός πού πάμε
μα ήταν άλλος απ' αυτό που νόμιζα πως ήταν
και που' ναι πάντα μακριά από εκείνου που είναι

κάποιος θυμάται μέσα μου έναν παλιό του φίλο
τότε που πέφταν κανονιές η μια πάνω στην άλλη
κάποιος μου λέει δεν είμαι γω που γράφω αυτήν την ώρα
μα ένα χέρι ελαστικό που σπρώχνει το δικό μου

κάποιος μιλάει μέσα μου όταν μιλάω με κάποιον
και του εξηγεί πως γίνεται το κάθε τι στον κόσμο
πως γίνεται το ανώμαλο απ' το κανονικό
και ο καπνός απ' τη φωτιά πως βγαίνει γαλανόλευκος

κι απ' τη βροχή το σύννεφο πως χαμηλώνει αθόρυβα
κι αδειάζοντας πως πέθαινε επάνω από τα σπίτια
κι από την πόρτα του μυαλού μια σκέψη πως μπαινόβγαινε
αλείβοντας τα λόγια της με της μιλιάς το μέλι

ένας σκορπιός τρυπήθηκε απ' το κεντρί του μόνος
κάποιο ρολόι αδέσποτο μπερδεύοντας τις ώρες
χτυπούσε οκτώ στις έντεκα και δώδεκα στις μία
απάνω στο καμπαναριό ή μέσα στην καρδιά μου

ανοίξτε αμέσως για να μπει αυτός ο κάποιος άλλος
να μπει απ' το παράθυρο όπως μια πεταλούδα
που με κοιτάει όταν κοιτώ μέσα στον εαυτό μου
μες το δικό μου πρόσωπο το πρόσωπο ενός άλλου

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Μιχάλης Κατσαρὸς - Ἡ διαθήκη μου

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι
καὶ λέει: καλὰ εἶμαι ἐδῶ.

Ἀντισταθεῖτε σ᾿ αὐτὸν ποὺ γύρισε πάλι στὸ σπίτι
καὶ λέει: Δόξα σοι ὁ Θεός.

Ἀντισταθεῖτε
στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πoλυκατοικιῶν
στὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ- ἐξαγωγαί
στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση
στὸ φόρο
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετάει ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὦρες
ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει
ἔντυπα ἁγίων λίβανον καὶ σμύρναν
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε πάλι σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται
μεγάλοι
στὸν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε
στὶς μουσικὲς τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες
σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι

σ᾿ ὅλους ποὺ γράφουν λόγους γιὰ τὴν ἐποχὴ
δίπλα στὴ χειμωνιάτικη θερμάστρα

στὶς κολακεῖες τὶς εὐχὲς τὶς τόσες ὑποκλίσεις
ἀπὸ γραφιάδες καὶ δειλοὺς γιὰ τὸ σοφὸ
ἀρχηγό τους.

Ἀντισταθεῖτε στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν
καὶ διαβατηρίων
στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ
διπλωματία
στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια
στὰ θούρια
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους
στοὺς θεατὲς
στὸν ἄνεμο
σ᾿ ὅλους τοὺς ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς
στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο σας

ὡς καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ
ἀντισταθεῖτε.

Τότε μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν
Ἐλευθερία.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Γιάννης Ρίτσος - Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος

[Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στά μαῦρα, μιλάει σ' ἕναν νέο. Δέν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ' τά δυό παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νά πῶ ὅτι ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα μιλάει στόν Νέο]:

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
τόσο θετική σάν μεταφυσική
πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,
κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου
σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ' αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος
νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,
κ' ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις
κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου,
(δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου
εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ' ἡ καρδιά μου).

 Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει -
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό
σκοτεινό διάδρομο
ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
ἀπ' τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση
δυσπιστία —
λέω γιά τήν πολυθρόνα, πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες
νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
— μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι,
πιό στιλβωμένη ἀπ' τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τά δίνω
στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς,
ἤ ἕνα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο ἀπ' τήν ἴδια
του ἀνάσα,
τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό
σά νά μήν εἶχε τίποτα νά κλείσει ἤ νά κρατήσει
ἤ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σέ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου εἶχα μανία μέ τά
μαντίλια,
ὄχι γιά νά κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἤ χαμομήλι μαζεμένο στούς ἀγρούς μέ τό
λιόγερμα
ἤ νά τό δέσω τέσσερις κόμπους σάν τό σκουφί πού φορᾶνε οἱ ἐργάτες
στ' ἀντικρυνό γιαπί
ἤ νά σκουπίζω τά μάτια μου, — διατήρησα καλή τήν ὅρασή μου·
ποτέ μου δέ φόρεσα γυαλιά. Μιά ἁπλή ἰδιοτροπία τά μαντίλια.

Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά ὀχτώ, στά δεκάξη
ν' ἀπασχολῶ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθηκα
πώς ἔτσι μετροῦσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ὠδεῖο
μέ μπλέ ποδιά κι ἄσπρο γιακά, μέ δυό ξανθές πλεξοῦδες
— 8, 16, 32, 64, —
κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί
ρόζ λουλούδια,
(συχώρεσέ μου αὐτά τά λόγια - κακή συνήθεια) — 32, 64, —
κ' οἱ δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ἐλπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν
πολυθρόνα —
ξεκοιλιασμένη — φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα -
ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο,
μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση — τί νά πρωτοδιορθώσεις; —
ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, — φοβήθηκα
τ' ἄσπρο σεντόνι σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν
ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ' ἐσύ κι ὅπως κ'
ἐγώ ἄλλωστε,
καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ'
τή βροχή ἤ τό φεγγάρι.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά σταθοῦμε λιγάκι στήν κορφή τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ
Ἅη-Νικόλα,
ὕστερα ἐσύ θά κατηφορίσεις κ' ἐγώ θά γυρίσω πίσω
ἔχοντας στ' ἀριστερό πλευρό μου τή ζέστα ἀπ' τό τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ
σακκακιοῦ σου
κι ἀκόμη μερικά τετράγωνα φῶτα ἀπό μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αὐτή τήν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τό φεγγάρι ποὖναι σά μιά μεγάλη
συνοδεία ἀσημένιων κύκνων -
καί δέ φοβᾶμαι αὐτή τήν ἔκφραση, γιατί ἐγώ
πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ
ἐμφανίστηκε
ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος,
καί πολλούς νέους, πιό ὡραίους κι ἀπό σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,
ἔτσι λευκή κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαι μές στή λευκή μου φλόγα, στή
λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν κι ἀπ' τή δισταχτικήν
ἔκσταση τῶν ἐφήβων,
πολιορκημένη ἀπό ἐξαίσια, ἡλιοκαμμένα σώματα,
ἄλκιμα μέλη γυμνασμένα στό κολύμπι, στό κουπί, στό στίβο,
στό ποδόσφαιρο (πού ἔκανα πώς δέν τἄβλεπα)
μέτωπα, χείλη καί λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καί μάτια,
στέρνα καί μπράτσα καί μηροί (κι ἀλήθεια δέν τἄβλεπα)
— ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς, ὅ,τι θαυμάζεις,
σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου, —
θέ μου, τί μάτια πάναστρα, κι ἀνυψωνόμουν σέ μιάν ἀποθέωση
ἀρνημένων ἄστρων
γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπό μέσα,
ἄλλος δρόμος δε μοὔμενε παρά μονάχα πρός τά πάνω ἤ πρός τά κάτω.
— Ὄχι, δέ φτάνει.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω ἡ ὥρα πιά εἶναι περασμένη. Ἄφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες καί νύχτες καί πορφυρά μεσημέρια,
ἔμεινα μόνη,
ἀνένδοτη, μόνη καί πάναγνη,
ἀκόμη στή συζυγική μου κλίνη πάναγνη καί μόνη,
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στά γόνατα τοῦ Θεοῦ,
στίχους πού, σέ διαβεβαιῶ, θά μείνουνε σά λαξευμένοι σέ ἄμεμπτο
μαρμαρο
πέρα ἀπ' τή ζωή μου καί τή ζωή σου, πέρα πολύ. Δέ φτάνει.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι, παρ' ὅλους τούς νεκρούς του, δέν ἐννοεῖ νά πεθάνει.
Ἐπιμένει νά ζεῖ μέ τούς νεκρούς του
νά ζεῖ ἀπ' τούς νεκρούς του
νά ζεῖ ἀπ' τή βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
καί νά νοικοκυρεύει ἀκόμη τούς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια
καί ράφια.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἐδῶ, ὅσο σιγά κι ἄν περπατήσω μές στήν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
εἴτε μέ τίς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θά τρίξει, — ἕνα τζάμι ραγίζει ἤ κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ἀκούγονται, — δέν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στό δρόμο μπορεῖ νά μήν ἀκούγονται τοῦτα τά βήματα, —
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, —
κι ἄν κάνεις νά κοιτάξεις σ' αὐτόν ἤ στόν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,
διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό πρόσωπό σου,
τό πρόσωπό σου πού ἄλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά τό κρατήσεις
καθάριο κι ἀδιαίρετο.
Τά χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο
σάν κυκλικό ξυράφι — πῶς νά τό φέρω στά χείλη μου;
ὅσο κι ἄν διψῶ, — πῶς νά τό φέρω; — Βλέπεις;
ἔχω ἀκόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις, — αὐτό μοῦ ἀπόμεινε,
αὐτό μέ βεβαιώνει ἀκόμη πώς δέ λείπω.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση
πώς ἔξω ἀπ' τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά
του ἀρκούδα
μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο
ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζει τό σούρουπο
καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ' ἀφήνουν
πιά νά βγοῦν ἔξω
μ' ὅλο πού πίσω ἀπ' τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς
ἀρκούδας —
κ' ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί —
ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια
δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά
παιδιά, τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς,
καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα
ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο
παιχνίδι της,
δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση,
τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν
χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου —
τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση
τῆς ζωῆς
πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της.

Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι;
Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται
ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της,
χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς
ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα)
καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε
τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι μέ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα
εἶναι σάν τό βυθό τῆς θάλασσας. Τά μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σά στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τά πιάτα σαλεύουν ἀργά σάν τίς μέδουσες,
φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στά μαλλιά μου — δέν μπορῶ νά τά
ξεκολλήσω ὕστερα,
δέν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στήν ἐπιφάνεια —
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τά χέρια ἄηχος, — σωριάζομαι —
καί βλέπω τίς φυσαλίδες ἀπ' τήν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν
καί προσπαθῶ νά διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι ἀναρωτιέμαι τί θά λέει ἄν κάποιος βρίσκεται ἀπό πάνω καί βλέπει
αὐτές τίς φυσαλίδες,
τάχα πώς πνίγεται κάποιος ἤ πώς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τούς βυθούς;

Κι ἀλήθεια δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἀνακαλύπτω ἐκεῖ, στό βάθος
τοῦ πνιγμοῦ,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
ἀπρόοπτες συναντήσεις, καί χτεσινά καί σημερινά καί μελλούμενα,
μιάν ἐπαλήθευση σχεδόν αἰωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
μιάν εὐτυχία, μιά μέθη, κ' ἐνθουσιασμόν ἀκόμη,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί ζαφείρια·
μονάχα πού δέν ξέρω νά τά δώσω — ὄχι, τά δίνω·
μονάχα πού δέν ξέρω ἄν μποροῦν νά τά πάρουν — πάντως ἐγώ
τά δίνω.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Μιά στιγμή, νά πάρω τή ζακέτα μου.
Τοῦτο τόν ἄστατο καιρό, ὅσο νἆναι, πρέπει νά φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τά βράδια, καί τό φεγγάρι
δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πώς ἐπιτείνει τήν ψύχρα;

Ἄσε νά σοῦ κουμπώσω τό πουκάμισο — τί δυνατό τό στῆθος σου,
— τί δυνατό φεγγάρι, — ἡ πολυθρόνα, λέω — κι ὅταν σηκώνω τό
φλιτζάνι ἀπ' τό τραπέζι
μένει ἀπό κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τήν παλάμη μου
ἐπάνω
νά μήν κοιτάξω μέσα, — ἀφήνω πάλι τό φλιτζάνι στή θέση του·
καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στό κρανίο τοῦ κόσμου — μήν κοιτάξεις
μέσα,
εἶναι μιά δύναμη μαγνητική πού σέ τραβάει — μήν κοιτάξεις, μήν
κοιτᾶχτε,
ἀκοῦστε με πού σᾶς μιλάω — θά πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος — θά πέσεις, —
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τό φεγγάρι,
ἴσκιοι σαλεύουν καί βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές — δέν τίς ἀκοῦτε;
Βαθύ-βαθύ τό πέσιμο,
βαθύ-βαθύ τό ἀνέβασμα,
τό ἀέρινο ἄγαλμα κρουστό μές στ' ἀνοιχτά φτερά του,
βαθειά-βαθειά ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς, —
τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό
ἴδιο σου τό κύμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος, — πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα — ὁ ἑξαίσιος ἴλιγγος. Ἔτσι κάθε
ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στό φαρμακεῖο ἀπέναντι γιά καμμιάν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καί μένω μέ τόν πονοκέφαλό μου
ν' ἀκούω μές στούς τοίχους τόν κούφιο θόρυβο πού κάνουν οἱ σωλῆνες
τοῦ νεροῦ,
ἤ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ἑτοιμάζω δυό — ποιός νά τόν πιεῖ τόν ἄλλον; —
ἀστεῖο ἀλήθεια, τόν ἀφήνω στό περβάζι νά κρυώνει
ἤ κάποτε πίνω καί τόν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ' τό παράθυρο τόν πράσινο
γλόμπο τοῦ φαρμακείου
σάν τό πράσινο φῶς ἑνός ἀθόρυβου τραίνου πού ἔρχεται νά μέ πάρει
μέ τά μαντίλια μου, τά στραβοπατημένα μου παπούτσια, τή μαύρη
τσάντα μου, τά ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες — τί νά τίς κάνεις;

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.
Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία, — ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι —
τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της
τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της
μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας,
μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, —
ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου
μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα. Καληνύχτα.


(Τό δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πώς κάποιο σύννεφο θἄκρυψε τό φεγγάρι. Μονομιᾶς, σάν κάποιο χέρι νά δυνάμωσε τό ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιά πολύ γνωστή μουσική φράση. Καί τότε κατάλαβα πώς ὅλη τούτη τή σκηνή τή συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τό πρῶτο μέρος. Ὁ Νέος θά κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικό κ' ἴσως συμπονετικό χαμόγελο στά καλογραμμένα χείλη του καί μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θά φτάσει ἀκριβῶς στόν Ἅη-Νικόλα, πρίν κατέβει τή μαρμάρινη σκάλα, θά γελάσει, - ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τό γέλιο του δέ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τό φεγγάρι. Ἴσως τό μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τό ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σέ λίγο ὁ Νέος θά σωπάσει, θά σοβαρευτεῖ καί θά πεῖ: «Ἡ παρακμή μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θά ξεκουμπώσει πάλι τό πουκάμισό του καί θά τραβήξει τό δρόμο του. Ὅσο γιά τή γυναίκα μέ τά μαῦρα, δέν ξέρω ἄν βγῆκε τελικά ἀπ' τό σπίτι. Τό φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καί στίς γωνιές τοῦ δωματίου οἱ σκιές σφίγγονται ἀπό μιάν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν ὀργή, ὄχι τόσο γιά τή ζωή, ὅσο γιά τήν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τό ραδιόφωνο συνεχίζει).

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Κατίνα Παΐζη - Πόσο πολύ σ’ αγάπησα

Πόσο πολύ σ’ αγάπησα ποτέ δε θα το μάθεις
καλέ που δεν εχάρηκες στα χείλη μου φιλιά.
Απ’ τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά.

Τα χέρια μου δεν έδεσα τριγύρω στο λαιμό σου.
Δεν έσταξε απ’ τα μάτια μου το δάκρυ μου θολό.
Κουνούσα το μαντίλι μου αλαφρά στο μισεμό σου
και σιωπηλά σου ευχότανε η ψυχή μου στο καλό.

Δεν είδες το τρεμούλιασμα των κουρασμένων μου ώμων.
Δε μάντεψες τη θύελλα που εκλειούσα στην ψυχή.
Μήτε πως ήμουν σύντροφος των μακρινών σου δρόμων
κι όλη μου η σκέψη ανέκφραστη σ’ άγγιζε προσευχή.

Κι αν ήρθαν μέρες πένθιμες και νύχτες θολωμένες,
που η μοναξιά με τρόμαζε και μου 'παιρνε το νου,
τώρα κρατώ στη θύμηση στιγμές ευτυχισμένες
κάποιου καιρού αλησμόνητου ωραίου κι αληθινού.

Κι αν δεν προσμένεις να με δεις κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
ω εσύ, του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή,
αιώνια θα το τραγουδώ κι εσύ δε θα το μάθεις
πως οι στιγμές που μου 'δωσες αξίζουν μια ζωή.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Κώστας Καρυωτάκης - Ἐμβατήριο πένθιμο καὶ κατακόρυφο

Στὸ ταβάνι βλέπω τοὺς γύψους.
Μαίανδροι στὸ χορό τους μὲ τραβᾶνε.
Ἡ εὐτυχία μου, σκέπτομαι, θά ῾ναι
ζήτημα ὕψους.

Σύμβολα ζωῆς ὑπερτέρας,
ρόδα ἀναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκὲς ἀκάνθες ὁλόγυρα σ᾿ ἕνα
Ἀμάλθειο κέρας.

(Ταπεινὴ τέχνη χωρὶς ὕφος,
πόσο ἀργὰ δέχομαι τὸ δίδαγμά σου!)
Ὄνειρο ἀνάγλυφο, θά ῾ρθω κοντά σου
κατακορύφως.

Οἱ ὀρίχοντες θὰ μ᾿ ἔχουν πνίξει.
Σ᾿ ὅλα τὰ κλίματα, σ᾿ ὅλα τὰ πλάτη,
ἀγῶνες γιὰ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ ἁλάτι,
ἔρωτες, πλήξη.

Ἅ! πρέπει τώρα νὰ φορέσω
τ᾿ ὡραῖο ἐκεῖνο γύψινο στεφάνι.
Ἔτσι, μὲ πλαίσιο γύρω τὸ ταβάνι,
πολὺ θ᾿ ἀρέσω.

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Κ. Καρθαίος - Βάλτε να Πιούμε

Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
Πεταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ' άφταστα θα ζητούμε;
Βάλτε να πιούμε

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;
Βάλτε να πιούμε

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ' αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ' αφήσει
τ' αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε
Βάλτε να πιούμε

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει
πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει
σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε
Βάλτε να πιούμε

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα
Καπνοί 'ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα
καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη
μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη
μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε
Βάλτε να πιούμε

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Κικὴ Δημουλᾶ - Ὁ Πληθυντικὸς ἀριθμὸς

Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.

Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.

Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Τάσος Λειβαδίτης - Συγχώρα με, αγάπη μου

Ἤξερες νὰ δίνεσαι ἀγάπη μου...
Δινόσουνα ὁλάκερη
καὶ δὲν κράταγες γιὰ τὸν ἑαυτό σου
παρὰ μόνο τὴν ἔγνοια
ἂν ὁλάκερη ἔχεις δοθεῖ...
Ὅλα μπορούσανε νὰ γίνουνε
στὸν κόσμο ἀγάπη μου
τότε πού μου χαμογελοῦσες...
Γιατί πρὶν μπεῖς ἀκόμα στὴ ζωή μου
εἶχες πολὺ ζήσει μέσα στὰ ὄνειρά μου
ἀγαπημένη μου..
Μὰ καὶ τί νὰ πεῖ κανείς...
Ὅταν ὁ κόσμος εἶναι τόσο φωτεινὸς
καὶ τὰ μάτια σου τόσο μεγάλα...
Στὴν πιὸ μικρὴ στιγμὴ μαζί σου
ἔζησα ὅλη τη ζωή...
Θὰ ξαναβρεθοῦμε μία μέρα
καὶ τότε ὅλα τὰ βράδια
κι ὅλα τὰ τραγούδια θάναι δικά μας...
Θάθελα νὰ φωνάξω τ'ὀνομά σου,ἀγάπη,
μ' ὅλη μου τὴ δύναμη...
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποῦ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο,
καμιὰ ἐλπίδα νὰ μὴ πεθάνει...
Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο
μία παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων
Συχώρα μέ, ἀγάπη μου,
ποῦ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω...
Μισῶ τὰ μάτια μου,
ποῦ πιὰ δὲν καθρεφτίζουν τὸ χαμόγελό σου...
Θὰ σ' ἀκούω σὰν τὸν τυφλὸ ποὺ κλαίει,
ἀκούγοντας μακριὰ τὴ βουὴ μίας μεγάλης γιορτῆς
σ' ἀναζητάω σὰν τὸν τυφλό,
ποῦ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ πόμολο τῆς πόρτας
σ'ἕνα σπίτι που' πιάσε φωτιά,
ἅ, γιὰ νὰ γεννηθεῖς ἐσὺ
κι ἐγὼ γιὰ νὰ σὲ συναντήσω
γὶ αὐτὸ ἔγινε ὁ κόσμος...
Κι ἐσύ, ἀγαπημένη, ὅταν μὲ διώχνεις,
κλείνεις ἔξω ἀπ' τὴν πόρτα σου
ἕναν ὁλάκερο πικραμένο κόσμο...
Κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον,
εἴμαστε κιόλας νεκροί...
Ἂν βροῦν ἕναν ἄνθρωπο νεκρὸ
ἔξω ἀπ' τὴν πόρτα σου,
ἐσὺ θὰ ξέρεις,
πῶς πέθανε σφαγμένος
ἀπ' τὰ μαχαίρια τοῦ φιλιοῦ,
ποῦ ὀνειρευότανε γιὰ σένα...
Ποδοπάτησε μέ,
νὰ ἔχω τουλάχιστον τὴν εὐτυχία
νὰ μ'ἀγγίζεις..

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Νίκος Καββαδίας - Παραλληλισμοί

Τρία πράματα στὸν κόσμο αὐτό, πολὺ νὰ μοιάζουν εἶδα.
Τὰ ὁλόλευκα μὰ πένθιμα σχολεῖα τῶν Δυτικῶν,
τῶν φορτηγῶν οἱ βρώμικες σκοτεινιασμένες πλῶρες
καὶ οἱ κατοικίες τῶν κοινῶν, χαμένων γυναικών.

Ἔχουνε μία παράξενη συγγένεια καὶ τὰ τρία
παρ᾿ ὅλη τὴ μεγάλη τους στὸ βάθος διαφορά,
μὰ μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατὶ τοὺς λείπει
ἡ κίνηση, ἡ ἄνεση τοῦ χώρου καὶ ἡ χαρά.

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Ἰωάννης Πολέμης - Νερωμένο κρασί (Παραδειγματικόν)

Ὅ, τι κι᾿ ἂν εἶχε τόχασε, γυναῖκα, βιός, παιδιά του·
τίποτε δὲν τ᾿ ἀπόμεινε στερνὴ παρηγοριά.
Πέταξ᾿ ἡ ἔννοια ἀπὸ τὸ νοῦ κι᾿ ἡ ἐλπίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά του
κι ἡ ὑπομονὴ ἐμαρμάρωσε στὰ στήθη του βαριά.

Ὅπως τὰ λείψανα περνοῦν, περνάει ἀργὰ ὁ καιρός του
καὶ ζεῖ δίχως ὁ δύστυχος νὰ ξέρει τὸ γιατί.
Μὲς στὴν ταβέρνα ὁλημερὶς μὲ τὸ ποτήρι ἐμπρός του
τοῦ κάκου ἐκεῖ ἀνώφελα τὴ λησμονιὰ ζητεῖ.

«Καταραμένε κάπελα καὶ κλέφτη ταβερνιάρη,
τί τὸ νερώνεις τὸ κρασί, καὶ πίνω ἀπ᾿ τὸ ξανθό,
καὶ πίνω κι᾿ ἀπ᾿ τὸ κόκκινο κι᾿ ἀπὸ τὸ γιοματάρι
κι᾿ ἀπὸ τὸ σῶσμα τὸ τραχύ, πίνω καὶ δὲ μεθῶ;

Δὲν ᾖρθα γιὰ ξεφάντωμα, μήτε γιὰ πανηγύρι,
ᾖρθα νὰ βρῶ τὴ λησμονιὰ στὸ θάνατο κοντά!»
Κι᾿ ὁ κάπελας γεμίζοντας καὶ πάλι τὸ ποτήρι
μὲ θλιβερὸ περίγελο στὰ λόγια του ἁπαντᾷ:

«Τί φταίω ἐγὼ ἂν τὰ δάκρυα ποὺ ἀπελπισμένος χύνεις
πέφτουν μὲς στὸ ποτήρι σου, σταλαγματιὲς θολές,
καὶ τὸ νερώνουν τὸ κρασὶ κι᾿ ἀδύνατο τὸ πίνεις;
Τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν δὲ μεθᾷς, τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν κλαῖς;»

Κώστας Οὐράνης - Αν Νοσταλγώ

Αν νοσταλγώ – δεν είναι εσάς, αγάπες περασμένες,
και τις στιγμές τις ευτυχείς μαζί σας που έχω ζήσει!
- Τα ρόδα σας τα μάρανα στα χέρια μου και τώρα
μέσα στης Μνήμης το παλιό βιβλίο τα ’χω κλείσει.

Μα είναι κάποιες άγνωστες, περαστικές γυναίκες,
που μια στιγμή σταυρώσανε το βλέμμα τους μαζί μου!
- Τέτοιες, που μείναν ο γλυκύς κι ανέφικτός μου πόθος,
ενώ – ποιος ξέρει! – θ’ άλλαζαν για πάντα τη ζωή μου!…

Αν νοσταλγώ – δεν είναι εσάς, πόλεις όπου έχω ζήσει,
πόλεις που σας εγνώρισα και που σας έχω αφήσει,
μα κείνες, ταξιδεύοντας, που αντίκρισα ένα βράδυ

κι είδα – μακριά – τα φώτα τους τα’ άπειρα να χορεύουν
(που ήταν σα να με φώναζαν, που ήταν σα να μου γνεύουν!)
και που το πλοίο προσπέρασε, πλέοντας στο σκοτάδι…